κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
παγετωνικός — ή, ό [παγετώνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους παγετώνες 2. φρ. α) «παγετωνικές εποχές» γεωλ. οι παγετώδεις εποχές β) «παγετωνικά καλύμματα» οι ηπειρωτικοί παγετώνες, αλλ. παγετώδη καλύμματα … Dictionary of Greek
Λονγκ Άιλαντ — (Long Island). Νησί (4.462 τ. χλμ., 6.861.474 κάτ. το 1990) των ΗΠΑ, στον Ατλαντικό ωκεανό, κοντά στο στόμιο του ποταμού Χάντσον. Απέχει ελάχιστα από την ξηρά και χωρίζεται από αυτή με τους ποταμούς Ιστ και Λονγκ Άιλαντ Σάουντ. Η σύσταση του… … Dictionary of Greek
παλαιοαρκτική περιοχή — Μία από τις ζώνες της ζωογεωγραφικής ολοαρκτικής περιοχής. Βρίσκεται στα Ν της αρκτικής ζώνης και περιλαμβάνει τα ασιατικά δάση ταϊγκά, κωνοφόρα ανάμεικτα και πλατύφυλλα δάση της Ευρώπης, καθώς και τα δάση ταϊγκά της Βόρειας Αμερικής, ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek