παγετώδη

παγετώδη
παγετώδης
frosty
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
παγετώδης
frosty
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
παγετώδης
frosty
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… …   Dictionary of Greek

  • παγετωνικός — ή, ό [παγετώνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους παγετώνες 2. φρ. α) «παγετωνικές εποχές» γεωλ. οι παγετώδεις εποχές β) «παγετωνικά καλύμματα» οι ηπειρωτικοί παγετώνες, αλλ. παγετώδη καλύμματα …   Dictionary of Greek

  • Λονγκ Άιλαντ — (Long Island). Νησί (4.462 τ. χλμ., 6.861.474 κάτ. το 1990) των ΗΠΑ, στον Ατλαντικό ωκεανό, κοντά στο στόμιο του ποταμού Χάντσον. Απέχει ελάχιστα από την ξηρά και χωρίζεται από αυτή με τους ποταμούς Ιστ και Λονγκ Άιλαντ Σάουντ. Η σύσταση του… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοαρκτική περιοχή — Μία από τις ζώνες της ζωογεωγραφικής ολοαρκτικής περιοχής. Βρίσκεται στα Ν της αρκτικής ζώνης και περιλαμβάνει τα ασιατικά δάση ταϊγκά, κωνοφόρα ανάμεικτα και πλατύφυλλα δάση της Ευρώπης, καθώς και τα δάση ταϊγκά της Βόρειας Αμερικής, ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”